- στρουθωτός
- στρουθ-ωτός, ή, όν,A painted or embroidered with birds, Sophr.100.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρουθωτός — ή, όν, Α (για ζωγραφικό πίνακα, κόσμημα, άγαλμα ή κέντημα) αυτός που έχει παραστάσεις πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
στρουθωτά — στρουθωτός painted neut nom/voc/acc pl στρουθωτά̱ , στρουθωτός painted fem nom/voc/acc dual στρουθωτά̱ , στρουθωτός painted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)